τρυπημάτιον

τρυπημάτιον
τρυπημάτιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρυπημάτιον — τὸ, Α [τρύπημα, τρυπήματος] υποκορ. μικρή οπή …   Dictionary of Greek

  • τρυπηματίοις — τρυπημάτιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπηματίου — τρυπημάτιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπηματίων — τρυπημάτιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπημάτια — τρυπημάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”